ἀνακεφαλαιώσει

ἀνακεφαλαιώσει
ἀνακεφαλαίωσις
a summary
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀνακεφαλαιώσεϊ , ἀνακεφαλαίωσις
a summary
fem dat sg (epic)
ἀνακεφαλαίωσις
a summary
fem dat sg (attic ionic)
ἀνακεφαλαιόομαι
sum up the argument
fut ind mp 2nd sg
ἀ̱νακεφαλαιώσει , ἀνακεφαλαιόομαι
sum up the argument
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀνακεφαλαιόω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνακεφαλαιόω
fut ind mid 2nd sg
ἀνακεφαλαιόω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”